Η σημασία της γυναικείας επιχειρηματικότητας για την ανάπτυξη
Η επιχειρηματικότητα και η οικονομική ανάπτυξη συνδέονται στενά. Ο Smith (2010) υποδηλώνει ότι το επίπεδο επιχειρηματικής δραστηριότητας σε οποιαδήποτε χώρα έχει σημαντική θετική επίδραση στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα αυτή. Παραδοσιακά, η επιχειρηματικότητα συνδέεται με άνδρες και όχι με γυναίκες, επομένως η επιχειρηματικότητα στο παρελθόν δεν είχε ποτέ ζητήματα που να αφορούσαν τις διαφορές των φύλων. Όμως, τα τελευταία χρόνια, ένας σημαντικός αριθμός γυναικών βγήκε από τον παραδοσιακό τους ρόλο και την εταιρική τους σταδιοδρομία και αγκάλιασε την επιχειρηματικότητα. Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την επιχειρηματικότητα γενικά προκάλεσε ενδιαφέρον για την επιχειρηματικότητα των γυναικών. Οι γυναίκες επιχειρηματίες έχουν οριστεί ως η νέα δύναμη για την ανάπτυξη των οικονομιών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Όπως αναφέρουν οι Minniti και Naudé (2010), ορισμένοι ενδιαφερόμενοι περιγράφουν τις γυναίκες ως μια σημαντική «αναξιοποίητη πηγή» οικονομικής ανάπτυξης. Η σημαντική αύξηση του ποσοστού των γυναικών που ασκούν επιχειρηματικότητα έχει στρέψει την προσοχή τόσο των ακαδημαϊκών όσο και των μη ακαδημαϊκών. Η οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της Ατζέντας για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του 2030. Η έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την οικονομική χειραφέτηση των γυναικών του 2016 παρέχει ισχυρές αποδείξεις ότι οι γυναίκες υστερούν σε σχέση με τους άνδρες όσον αφορά:
1. τον αριθμό των γυναικών επιχειρηματιών,
2. το μέγεθος των γυναικείων επιχειρήσεων και
3. την πρόσβασή τους στην οικονομική πόροι.
Συγκεκριμένα, οι γυναικείες επιχειρήσεις είναι μικρότερες και μειονεκτούντες στην πρόσβαση σε πιστώσεις, πόρους και περιουσιακά στοιχεία. Δεδομένου ότι τα δεδομένα σχετικά με το υφιστάμενο χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στην γυναικεία επιχειρηματικότητα είναι αραιά, η παρακολούθηση της προόδου των γυναικών σε αυτόν τον τομέα αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Η επιχειρηματικότητα έχει γίνει ένα δημοφιλές ερευνητικό θέμα επειδή έχει αναγνωριστεί ότι η οικονομική ανάπτυξη συνδέεται θετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Συγκεκριμένα, αναπτύχθηκε υψηλό ενδιαφέρον για την κατανόηση της γυναικείας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο λόγος για αυτό είναι ο βασικός ρόλος που παίζουν οι γυναίκες στην επιχειρηματικότητα σε όλο τον κόσμο, καθώς και τα στοιχεία ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν διαφορετικές δυσκολίες στην έναρξη και τη λειτουργία μιας επιχείρησης σε σύγκριση με τους άνδρες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η πλειοψηφία των ερευνών που αφορούν την επιχειρηματικότητα δεν έκαναν διακρίσεις λόγω φύλου. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν οι γυναίκες επιχειρηματίες υπήρχαν σε μια μελέτη, δεν εκφράστηκε κανένα ενδιαφέρον για τον εντοπισμό ή την κατανόηση των χαρακτηριστικών τους φύλου σε σχέση με την επιχειρηματικότητα. Πολλές μελέτες αποδεικνύουν τη θετική επίδραση των γυναικών επιχειρηματιών στην οικονομική ανάπτυξη καθώς και στη βιώσιμη και σταθερή ειρήνη. Επιπλέον, οι οικονομίες που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα γυναικείας επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι πιο ανθεκτικές στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις και παρουσιάζουν λιγότερη οικονομική επιβράδυνση. Παρά τις διαφορετικές μεθοδολογίες, αυτές οι μελέτες εντοπίζουν σημαντικά κοινωνικοοικονομικά οφέλη της γυναικείας επιχειρηματικότητας. Σύμφωνα με τους Woetzel et al. ένα σενάριο «πλήρους δυναμικού», στο οποίο οι γυναίκες συμμετέχουν στην οικονομία με τον ίδιο τρόπο όπως και οι άνδρες, θα συμβάλλει μέχρι το 2025 σε 28 τρισεκατομμύρια δολάρια ή 26% στο ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ. Αυτό όμως δεν έχει πραγματοποιηθεί πλήρως σε πολλές οικονομίες. Πράγματι, μια ανάλυση 15 δεικτών για το φύλο σε 95 οικονομίες δείχνει ότι 46 από αυτές τις οικονομίες έχουν πολύ υψηλά επίπεδα ανισότητας φύλου σε περισσότερους από τους μισούς δείκτες. Μια άλλη μελέτη μεταξύ χωρών δείχνει ότι οι απώλειες εισοδήματος λόγω διαφοράς φύλου διαφέρουν ανά γεωγραφική περιοχή. Οι οικονομίες στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική έχουν τη μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος που συνδέεται με χαμηλότερες οικονομικές ευκαιρίες για τις γυναίκες (27%). Στην Ευρώπη, η απώλεια αυτή είναι μικρότερη από 10%.
Η επιχειρηματικότητα και η οικονομική ανάπτυξη συνδέονται στενά. Ο Smith (2010) υποδηλώνει ότι το επίπεδο επιχειρηματικής δραστηριότητας σε οποιαδήποτε χώρα έχει σημαντική θετική επίδραση στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα αυτή. Παραδοσιακά, η επιχειρηματικότητα συνδέεται με άνδρες και όχι με γυναίκες, επομένως η επιχειρηματικότητα στο παρελθόν δεν είχε ποτέ ζητήματα που να αφορούσαν τις διαφορές των φύλων. Όμως, τα τελευταία χρόνια, ένας σημαντικός αριθμός γυναικών βγήκε από τον παραδοσιακό τους ρόλο και την εταιρική τους σταδιοδρομία και αγκάλιασε την επιχειρηματικότητα. Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την επιχειρηματικότητα γενικά προκάλεσε ενδιαφέρον για την επιχειρηματικότητα των γυναικών. Οι γυναίκες επιχειρηματίες έχουν οριστεί ως η νέα δύναμη για την ανάπτυξη των οικονομιών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Όπως αναφέρουν οι Minniti και Naudé (2010), ορισμένοι ενδιαφερόμενοι περιγράφουν τις γυναίκες ως μια σημαντική «αναξιοποίητη πηγή» οικονομικής ανάπτυξης. Η σημαντική αύξηση του ποσοστού των γυναικών που ασκούν επιχειρηματικότητα έχει στρέψει την προσοχή τόσο των ακαδημαϊκών όσο και των μη ακαδημαϊκών. Η οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της Ατζέντας για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του 2030. Η έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την οικονομική χειραφέτηση των γυναικών του 2016 παρέχει ισχυρές αποδείξεις ότι οι γυναίκες υστερούν σε σχέση με τους άνδρες όσον αφορά:
1. τον αριθμό των γυναικών επιχειρηματιών,
2. το μέγεθος των γυναικείων επιχειρήσεων και
3. την πρόσβασή τους στην οικονομική πόροι.
Συγκεκριμένα, οι γυναικείες επιχειρήσεις είναι μικρότερες και μειονεκτούντες στην πρόσβαση σε πιστώσεις, πόρους και περιουσιακά στοιχεία. Δεδομένου ότι τα δεδομένα σχετικά με το υφιστάμενο χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στην γυναικεία επιχειρηματικότητα είναι αραιά, η παρακολούθηση της προόδου των γυναικών σε αυτόν τον τομέα αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Η επιχειρηματικότητα έχει γίνει ένα δημοφιλές ερευνητικό θέμα επειδή έχει αναγνωριστεί ότι η οικονομική ανάπτυξη συνδέεται θετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Συγκεκριμένα, αναπτύχθηκε υψηλό ενδιαφέρον για την κατανόηση της γυναικείας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο λόγος για αυτό είναι ο βασικός ρόλος που παίζουν οι γυναίκες στην επιχειρηματικότητα σε όλο τον κόσμο, καθώς και τα στοιχεία ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν διαφορετικές δυσκολίες στην έναρξη και τη λειτουργία μιας επιχείρησης σε σύγκριση με τους άνδρες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η πλειοψηφία των ερευνών που αφορούν την επιχειρηματικότητα δεν έκαναν διακρίσεις λόγω φύλου. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν οι γυναίκες επιχειρηματίες υπήρχαν σε μια μελέτη, δεν εκφράστηκε κανένα ενδιαφέρον για τον εντοπισμό ή την κατανόηση των χαρακτηριστικών τους φύλου σε σχέση με την επιχειρηματικότητα. Πολλές μελέτες αποδεικνύουν τη θετική επίδραση των γυναικών επιχειρηματιών στην οικονομική ανάπτυξη καθώς και στη βιώσιμη και σταθερή ειρήνη. Επιπλέον, οι οικονομίες που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα γυναικείας επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι πιο ανθεκτικές στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις και παρουσιάζουν λιγότερη οικονομική επιβράδυνση. Παρά τις διαφορετικές μεθοδολογίες, αυτές οι μελέτες εντοπίζουν σημαντικά κοινωνικοοικονομικά οφέλη της γυναικείας επιχειρηματικότητας. Σύμφωνα με τους Woetzel et al. ένα σενάριο «πλήρους δυναμικού», στο οποίο οι γυναίκες συμμετέχουν στην οικονομία με τον ίδιο τρόπο όπως και οι άνδρες, θα συμβάλλει μέχρι το 2025 σε 28 τρισεκατομμύρια δολάρια ή 26% στο ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ. Αυτό όμως δεν έχει πραγματοποιηθεί πλήρως σε πολλές οικονομίες. Πράγματι, μια ανάλυση 15 δεικτών για το φύλο σε 95 οικονομίες δείχνει ότι 46 από αυτές τις οικονομίες έχουν πολύ υψηλά επίπεδα ανισότητας φύλου σε περισσότερους από τους μισούς δείκτες. Μια άλλη μελέτη μεταξύ χωρών δείχνει ότι οι απώλειες εισοδήματος λόγω διαφοράς φύλου διαφέρουν ανά γεωγραφική περιοχή. Οι οικονομίες στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική έχουν τη μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος που συνδέεται με χαμηλότερες οικονομικές ευκαιρίες για τις γυναίκες (27%). Στην Ευρώπη, η απώλεια αυτή είναι μικρότερη από 10%.